- ρόδαξ
- (-ακος) ο архит. розетка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρόδακας — και λόγιος τ. ρόδαξ, ο, Ν 1. μικρό τριαντάφυλλο, τριανταφυλλάκι 2. βοτ. ακτινωτή διάταξη τών φύλλων ορισμένων φυτών από κοντό βλαστό πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους, όπως λ.χ. τού ραδικιού 3. γλυπτό κόσμημα σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου 4. (στη… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek